Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

αλλοερωτικός, ή, ό

     aloerotiko΄s, -i΄, -ο΄    
alloerotic

     αλοερότικ    

Ερμηνεία:

O ετεροερωτικός. Αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζεται από αλλοερωτισμό. 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Sexual attraction to others: a comparison of two models of alloerotic responding in men.Blanchard R, Kuban ME, Blak T, Klassen PE, Dickey R, Cantor JM.Arch Sex Behav. 2012 Feb;41(1):13-29.



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχολογία: